- αὐτοκρατορίς
- αὐτο-κρᾰτορίς, ίδος, ἡ,A the residence of a sovereign, J.AJ 18.2.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτοκρατορίς — αὐτοκρατορίς ( ίδος), η (Α) η έδρα του αυτοκράτορα … Dictionary of Greek
αὐτοκρατορίδα — αὐτοκρατορίς the residence of a sovereign fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)